τραγουδώ

τραγουδώ
(ε), τραγουδάω μετ. , αμετ.
1) петь; 2) воспевать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τραγουδώ" в других словарях:

  • τραγουδώ — τραγουδάω / τραγουδώ, τραγούδησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τραγουδώ — και τραγουδάω Ν 1. εκτελώ μελωδία, ερμηνεύω, λέω τραγούδι, άδω 2. εξυμνώ, εκθειάζω με στίχους ή με ποιητικές φράσεις («ο Ελύτης τραγουδά τον ήλιο, τον έρωτα και τις φυσικές ομορφιές τών νησιών μας») 3. (για πτηνά) κελαηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • τραγουδώ — τραγούδησα, τραγουδήθηκα και τραγουδίστηκα, τραγουδισμένος και τραγουδημένος 1. λέω τραγούδια, μελωδώ: Έρχεται τραγουδώντας. 2. εξυμνώ με στίχους: Ο Σολωμός τραγούδησε την ελευθερία. 3. (για πουλιά), κελαηδώ, λαλώ: Τα πουλιά τραγουδάνε στα κλωνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιγοτραγουδώ — τραγουδώ χαμηλόφωνα: Σιγοτραγουδούσε έναν εύθυμο σκοπό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάδω — κατᾴδω και καταείδω (Α) 1. (για πουλιά) α) κελαηδώ β) γεμίζω τον τόπο με το τραγούδι μου 2. τραγουδώ σύμφωνα με κάτι 3. τραγουδώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου 4. ευχαριστώ ή γοητεύω κάποιον με το τραγούδι μου 5. τραγουδώ επωδή μαγείας 6.… …   Dictionary of Greek

  • προσάδω — Α 1. τραγουδώ προς κάποιον 2. συνοδεύω το άσμα, το τραγούδι κάποιου, τραγουδώ μαζί 3. μτφ. συμφωνώ με κάποιον 4. φρ. «προσᾴδω τραγῳδίᾳ» και «προσᾴδω τῇ κιθάρᾳ» τραγουδώ με τη συνοδεία μουσικής τα άσματα τραγωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ᾄδω… …   Dictionary of Greek

  • άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε …   Dictionary of Greek

  • εξάδω — ἐξᾴδω (Α) [ᾴδω] ψάλλω, τραγουδώ αρχ. 1. (για κύκνο) τραγουδώ το τελευταίο μου τραγούδι 2. (για χορό τραγωδίας) τραγουδώ την έξοδο 3. διώχνω κάτι με τραγούδια, ξεματιάζω («οὕτω... ἐξᾴδοντες καὶ τὰ φάσματα», Λουκιαν.) 4. διηγούμαι τραγουδώντας… …   Dictionary of Greek

  • καναχή — καναχή, δωρ. τ. καναχά, ἡ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, οξύς ήχος αντήχηση 2. (για τα δόντια) τριγμός, τρίξιμο 3. (για τον αυλό και τη φόρμιγγα) ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kan «ηχώ, τραγουδώ» από όπου και τα λατ. canō «τραγουδώ», αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… …   Dictionary of Greek

  • προαναμέλπω — ΜΑ τραγουδώ προηγουμένως ή τραγουδώ πρώτος («πατέρων ἤδη προαναμελπόντων αἴνους», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναμέλπω «τραγουδώ, υμνώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»